- προσεργάζομαι
- Α [ἐργάζομαι]1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.)2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.)3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.)4. φονεύω κάποιον ακόμη («προσειργάσαντο τοῡ Φουλβίου τὸν νεώτερον υἱόν», Πλούτ.)5. φρ. «προσεργάζομαι ἀγαθά» — προσφέρω κι άλλες εξυπηρετήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.